αποκάρωση
Смотреть что такое "αποκάρωση" в других словарях:
καροφόρος — καροφόρος, ὁ (Α) αυτός που φέρνει αποκάρωση, νάρκη, ο υπνωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρος «βαθύς ύπνος» + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. πυρφόρος, φαεσ φόρος] … Dictionary of Greek
αποκαρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αποναρκώνω, αποχαυνώνω: Η ζέστη τον είχε αποκαρώσει. Ουσ. αποκάρωση, η και αποκάρωμα, το ατος, αποχαύνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)