αποκάρωση

αποκάρωση
[-ις (-εως)] η см. αποκάρωμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποκάρωση" в других словарях:

  • καροφόρος — καροφόρος, ὁ (Α) αυτός που φέρνει αποκάρωση, νάρκη, ο υπνωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρος «βαθύς ύπνος» + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. πυρφόρος, φαεσ φόρος] …   Dictionary of Greek

  • αποκαρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αποναρκώνω, αποχαυνώνω: Η ζέστη τον είχε αποκαρώσει. Ουσ. αποκάρωση, η και αποκάρωμα, το ατος, αποχαύνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»